υπότυπος

υπότυπος
-ον, Α
αυτός που υπόκειται σε διεκδικήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τύπος (πρβλ. ἔν-τυπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποτύπω — ὑπότυπος subject to a claim masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπότυπος subject to a claim masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ὑ̱ποτύπω , ὑποτυπόω sketch out imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑποτυπόω sketch out pres imperat act 2nd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • υποτυπώνω — ὑποτυπῶ, όω, ΝΜΑ [ὑπότυπος] σχεδιάζω κάτι σε γενικές γραμμές, σκιαγραφώ (α «υποτυπώνω πρόχειρο σχέδιο τής οικοδομής» β «τὴν συγγραφὴν ὑποτυπώσασθαι καὶ γράψαι», πάπ. γ. «ταῡτα ὑπετυπώθη κεφαλαιωδῶς», Πολ.) μσν. σχηματίζω μια ιδέα, φαντάζομαι ||… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”